-
1 ἠβαιός
A small, usu. with neg. οὐδέ, οὔ οἱ ἔνι φρένες, οὐδ' ἠβαιαί no sense is in him, no not the least, Il.14.141, cf. Od.21.288; οὔ οἱ ἔνι τρίχες, οὐδ' ἠβαιαί no not even a few, 18.355; alsoἠβαιὴν οὔτι κατὰ πρόφασιν Call.Fr. 540
: rarely without neg., [πηλαμύδες] καὶ ἠβαιαί περ ἐοῦσαι Opp.H.4.514
.II often in neut. as Adv., οὐδ' ἠβαιόν not in the least, not at all, Il.2.380, Od.3.14, etc., cf. Phylarch.(?)84J.: rarely without a neg., ἠβαιὸν ἀπὸ σπείους a little from the cave, Od.9.462.
См. также в других словарях:
ηβαιός — ἠβαιός, ά, όν (Α) (ιων. τ. τού βαιός) (συνήθ. με το αρνητικό ουδέ) 1. μικρός, λίγος («οὔ οἱ ἔνι φρένες, οὐδ ἠβαιαί» δεν έχει μυαλό, ούτε λίγο, Ομ. Ιλ.) 2. (το ουδ. ως επίρρ.) ἠβαιόν καθόλου («οὐδ ἠβαιόν», Ομ. Οδ.) 3. φρ. «ἠβαιὸν ἀπὸ σπείους» σε… … Dictionary of Greek